- εγωλάτρης
- οθηλ. -ισσα που λατρεύει τον εαυτό του, ο υπερβολικά εγωιστής, εγωπαθής: Είναι εγωλάτρης, γι' αυτό δεν είναι φιλάνθρωποις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εγωλάτρης — ο αυτός που λατρεύει τον εαυτό του, ο εγωπαθής … Dictionary of Greek
νάρκισσος — Γένος φυτών, που περιλαμβάνει πολυετείς βολβόριζες πόες και υπάγεται στην οικογένεια των Αμαρυλλιδών (μονοκοτυλήδονα). Από τα επτά είδη της ελληνικής χλωρίδας, τα πιο αξιόλογα είναι: ο ν. των ποιητών έχει επιμήκη, γραμμοειδή φύλλα, ανάμεσα στα… … Dictionary of Greek
ναρκισσευτής — ο [ναρκισσεύομαι] 1. αυτός που ναρκισσεύεται, που είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του, που αυτοθαυμάζεται 2. (κατ επέκτ.) εγωκεντρικός, εγωπαθής, εγωλάτρης … Dictionary of Greek
εγωιστής — ο θηλ. ίστρια που φροντίζει αποκλειστικά για τον εαυτό του και τα συμφέροντά του και αδιαφορεί για τους άλλους, εγωλάτρης, φίλαυτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγωμανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, εγωπαθής, υπερβολικά εγωιστής, εγωλάτρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίλαυτος — η, ο αυτός που έχει φιλαυτία (βλ. λ.), που αγαπάει υπερβολικά τον εαυτό του, εγωκεντρικός, εγωλάτρης, εγωπαθής, εγωμανής, εγωιστής: Οι φίλαυτοι άνθρωποι δε γίνονται φιλάνθρωποι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)